διασφαλίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.a.sfaˈli.zo.me/
ΔΦΑ : /ði̯a.sfaˈli.zo.me/ σε γρήγορο λόγο
τυπογραφικός συλλαβισμός: διασφαλίζομαι

Ρήμα

διασφαλίζομαι, π.αόρ.: διασφαλίστηκα, μτχ.π.π.: διασφαλισμένος, (ενεργ.: διασφαλίζω)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.