διασφάλιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασφάλιση οι διασφαλίσεις
      γενική της διασφάλισης* των διασφαλίσεων
    αιτιατική τη διασφάλιση τις διασφαλίσεις
     κλητική διασφάλιση διασφαλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασφαλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασφάλιση < διασφαλίζω + -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.aˈsfa.li.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διασφάλιση

Ουσιαστικό

διασφάλιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.