arrangeur

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
arrangeur arrangeurs

Ουσιαστικό

arrangeur (fr) αρσενικό

  • (μουσική) ηλεκτρονικό μουσικό όργανο με πλήκτρα, σαν το πιάνο, που αναπαράγει πληθώρα ήχων και επιτρέπει την εύκολη συνοδεία ή αναπαραγωγή μελωδιών

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.