αναθέτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναθέτω < αρχαία ελληνική ἀνατίθημι ανά+θέτω

Ρήμα

αναθέτω, πρτ.: ανέθετα, στ.μέλλ.: θα αναθέσω, αόρ.: ανέθεσα, παθ.φωνή: ανατίθεμαι

  1. ορίζω κάποιον ως υπεύθυνο ενός έργου, του δίνω μια αρμοδιότητα, ευθύνη, υποχρέωση
  2. (προγραμματισμός) δίνω τιμή σε μεταβλητή
     συνώνυμα: εκχωρώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.