κατάτμηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατάτμηση | οι | κατατμήσεις |
| γενική | της | κατάτμησης* | των | κατατμήσεων |
| αιτιατική | την | κατάτμηση | τις | κατατμήσεις |
| κλητική | κατάτμηση | κατατμήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κατατμήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κατάτμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατατέμνω
- κατατεμαχισμός
- (βιολογία) οι αλλεπάλληλες κυτταρικές διαιρέσεις που γίνονται σ’ ένα γονιμοποιημένο ωάριο
- (γεωλογία) το φαινόμενο κατά το οποίο τα πετρώματα χωρίζονται σε κομμάτια κανονικά ή ακανόνιστα εξαιτίας φυσικών επιδράσεων.
- (πληροφορική) συνώνυμο του διαμέριση
- δείτε επίσης: Κατάτμηση δίσκου στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συνώνυμα
- κατακομμάτιασμα
- κατατεμαχισμός
Μεταφράσεις
κατάτμηση
(πληροφορική) διαμέριση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.