θεωρία συνόλων

Νέα ελληνικά (el)

Πολυλεκτικός όρος

θεωρία συνόλων

  • (μαθηματικά) κλάδος της μαθηματικής λογικής που μελετά τα σύνολα

Συνώνυμα

  • συνολοθεωρία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.