διχόνοια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διχόνοια | οι | διχόνοιες |
| γενική | της | διχόνοιας | των | διχονοιών |
| αιτιατική | τη | διχόνοια | τις | διχόνοιες |
| κλητική | διχόνοια | διχόνοιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διχόνοια θηλυκό
- η διάσταση απόψεων ή συμφερόντων που υπάρχει ανάμεσα σε δύο μέρη και η συνακόλουθη διχογνωμία και εχθρότητα που προκύπτει απ’ αυτή
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.