διχάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διχάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διχάζω < δίχα < δίς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈxa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐χά‐ζω
Ρήμα
διχάζω, αόρ.: δίχασα, παθ.φωνή: διχάζομαι, π.αόρ.: διχάστηκα, μτχ.π.π.: διχασμένος
- (κυριολεκτικά) χωρίζω σε δύο μέρη
- (μεταφορικά) χωρίζω σε δύο μέρη, φέρνω σε αντίθεση και αντιπαράθεση
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- διχασμένη προσωπικότητα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διχάζω | δίχαζα | θα διχάζω | να διχάζω | διχάζοντας | |
| β' ενικ. | διχάζεις | δίχαζες | θα διχάζεις | να διχάζεις | δίχαζε | |
| γ' ενικ. | διχάζει | δίχαζε | θα διχάζει | να διχάζει | ||
| α' πληθ. | διχάζουμε | διχάζαμε | θα διχάζουμε | να διχάζουμε | ||
| β' πληθ. | διχάζετε | διχάζατε | θα διχάζετε | να διχάζετε | διχάζετε | |
| γ' πληθ. | διχάζουν(ε) | δίχαζαν διχάζαν(ε) |
θα διχάζουν(ε) | να διχάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δίχασα | θα διχάσω | να διχάσω | διχάσει | ||
| β' ενικ. | δίχασες | θα διχάσεις | να διχάσεις | δίχασε | ||
| γ' ενικ. | δίχασε | θα διχάσει | να διχάσει | |||
| α' πληθ. | διχάσαμε | θα διχάσουμε | να διχάσουμε | |||
| β' πληθ. | διχάσατε | θα διχάσετε | να διχάσετε | διχάστε | ||
| γ' πληθ. | δίχασαν διχάσαν(ε) |
θα διχάσουν(ε) | να διχάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διχάσει | είχα διχάσει | θα έχω διχάσει | να έχω διχάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διχάσει | είχες διχάσει | θα έχεις διχάσει | να έχεις διχάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διχάσει | είχε διχάσει | θα έχει διχάσει | να έχει διχάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διχάσει | είχαμε διχάσει | θα έχουμε διχάσει | να έχουμε διχάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διχάσει | είχατε διχάσει | θα έχετε διχάσει | να έχετε διχάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διχάσει | είχαν διχάσει | θα έχουν διχάσει | να έχουν διχάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διχάζομαι | διχαζόμουν(α) | θα διχάζομαι | να διχάζομαι | ||
| β' ενικ. | διχάζεσαι | διχαζόσουν(α) | θα διχάζεσαι | να διχάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | διχάζεται | διχαζόταν(ε) | θα διχάζεται | να διχάζεται | ||
| α' πληθ. | διχαζόμαστε | διχαζόμαστε διχαζόμασταν |
θα διχαζόμαστε | να διχαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | διχάζεστε | διχαζόσαστε διχαζόσασταν |
θα διχάζεστε | να διχάζεστε | (διχάζεστε) | |
| γ' πληθ. | διχάζονται | διχάζονταν διχαζόντουσαν |
θα διχάζονται | να διχάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διχάστηκα | θα διχαστώ | να διχαστώ | διχαστεί | ||
| β' ενικ. | διχάστηκες | θα διχαστείς | να διχαστείς | διχάσου | ||
| γ' ενικ. | διχάστηκε | θα διχαστεί | να διχαστεί | |||
| α' πληθ. | διχαστήκαμε | θα διχαστούμε | να διχαστούμε | |||
| β' πληθ. | διχαστήκατε | θα διχαστείτε | να διχαστείτε | διχαστείτε | ||
| γ' πληθ. | διχάστηκαν διχαστήκαν(ε) |
θα διχαστούν(ε) | να διχαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διχαστεί | είχα διχαστεί | θα έχω διχαστεί | να έχω διχαστεί | διχασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διχαστεί | είχες διχαστεί | θα έχεις διχαστεί | να έχεις διχαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διχαστεί | είχε διχαστεί | θα έχει διχαστεί | να έχει διχαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διχαστεί | είχαμε διχαστεί | θα έχουμε διχαστεί | να έχουμε διχαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διχαστεί | είχατε διχαστεί | θα έχετε διχαστεί | να έχετε διχαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διχαστεί | είχαν διχαστεί | θα έχουν διχαστεί | να έχουν διχαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διχασμένος - είμαστε, είστε, είναι διχασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διχασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διχασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διχασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διχασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διχασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διχασμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.