διχάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διχάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διχάζω < δίχα < δίς

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈxa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διχάζω

Ρήμα

διχάζω, αόρ.: δίχασα, παθ.φωνή: διχάζομαι, π.αόρ.: διχάστηκα, μτχ.π.π.: διχασμένος

  1. (κυριολεκτικά) χωρίζω σε δύο μέρη
  2. (μεταφορικά) χωρίζω σε δύο μέρη, φέρνω σε αντίθεση και αντιπαράθεση

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.