υποδιαιρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποδιαιρώ < αρχαία ελληνική ὑποδιαιρέω-ῶ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποδιαιρώ | υποδιαιρούσα | θα υποδιαιρώ | να υποδιαιρώ | υποδιαιρώντας | |
| β' ενικ. | υποδιαιρείς | υποδιαιρούσες | θα υποδιαιρείς | να υποδιαιρείς | (υποδιαίρει) | |
| γ' ενικ. | υποδιαιρεί | υποδιαιρούσε | θα υποδιαιρεί | να υποδιαιρεί | ||
| α' πληθ. | υποδιαιρούμε | υποδιαιρούσαμε | θα υποδιαιρούμε | να υποδιαιρούμε | ||
| β' πληθ. | υποδιαιρείτε | υποδιαιρούσατε | θα υποδιαιρείτε | να υποδιαιρείτε | υποδιαιρείτε | |
| γ' πληθ. | υποδιαιρούν(ε) | υποδιαιρούσαν(ε) | θα υποδιαιρούν(ε) | να υποδιαιρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποδιαίρεσα | θα υποδιαιρέσω | να υποδιαιρέσω | υποδιαιρέσει | ||
| β' ενικ. | υποδιαίρεσες | θα υποδιαιρέσεις | να υποδιαιρέσεις | υποδιαίρεσε | ||
| γ' ενικ. | υποδιαίρεσε | θα υποδιαιρέσει | να υποδιαιρέσει | |||
| α' πληθ. | υποδιαιρέσαμε | θα υποδιαιρέσουμε | να υποδιαιρέσουμε | |||
| β' πληθ. | υποδιαιρέσατε | θα υποδιαιρέσετε | να υποδιαιρέσετε | υποδιαιρέστε | ||
| γ' πληθ. | υποδιαίρεσαν υποδιαιρέσαν(ε) |
θα υποδιαιρέσουν(ε) | να υποδιαιρέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποδιαιρέσει | είχα υποδιαιρέσει | θα έχω υποδιαιρέσει | να έχω υποδιαιρέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποδιαιρέσει | είχες υποδιαιρέσει | θα έχεις υποδιαιρέσει | να έχεις υποδιαιρέσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υποδιαιρέσει | είχε υποδιαιρέσει | θα έχει υποδιαιρέσει | να έχει υποδιαιρέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποδιαιρέσει | είχαμε υποδιαιρέσει | θα έχουμε υποδιαιρέσει | να έχουμε υποδιαιρέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποδιαιρέσει | είχατε υποδιαιρέσει | θα έχετε υποδιαιρέσει | να έχετε υποδιαιρέσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποδιαιρέσει | είχαν υποδιαιρέσει | θα έχουν υποδιαιρέσει | να έχουν υποδιαιρέσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.