διαθέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαθέτης | οι | διαθέτες |
| γενική | του | διαθέτη | των | διαθετών |
| αιτιατική | τον | διαθέτη | τους | διαθέτες |
| κλητική | διαθέτη | διαθέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαθέτης < αρχαία ελληνική διαθέτης < διατίθημι < διά + τίθημι
Ουσιαστικό
διαθέτης αρσενικό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.