disposer
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /dis.po.ze/
Ρήμα
disposer (fr)
- διαρθρώνω, βάζω κάτι σε μια ορισμένη τάξη
- (+ quelqu'un à...): προδιαθέτω κάποιον ψυχολογικά για κάτι
- υποχρεώνω κάποιον, τον βάζω να κάνει κάτι
- διαθέτω : "Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε με τα μέσα που διαθέτουμε"
- (pronominal: αντωνυμικό) ετοιμάζομαι να κάνω κάτι
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.