διακονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακονία οι διακονίες
      γενική της διακονίας των διακονιών
    αιτιατική τη διακονία τις διακονίες
     κλητική διακονία διακονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακονία < αρχαία ελληνική

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.koˈni.a/

Ουσιαστικό

διακονία θηλυκό

  1. η βοήθεια, η υπηρεσία, η εξυπηρέτηση
  2. η φιλανθρωπική μέριμνα
  3. το λειτούργημα, το αξίωμα του διάκου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.