διακονιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διακονιά | οι | διακονιές |
| γενική | της | διακονιάς | των | διακονιών |
| αιτιατική | τη | διακονιά | τις | διακονιές |
| κλητική | διακονιά | διακονιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διακονιά < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðʝa.koˈɲa/
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.