διακονικό

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

διακονικό ουδέτερο

  • (αρχιτεκτονική, θρησκεία) (στους βυζαντινούς ναούς) χώρος δεξιά (νότια) του ιερού, που συχνά καταλήγει σε μικρότερη αψίδα, όπως και η πρόθεση στην άλλη πλευρά)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διακονικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.