διαγγελέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαγγελέας οι διαγγελείς
      γενική του διαγγελέα
& διαγγελέως
των διαγγελέων
    αιτιατική τον διαγγελέα τους διαγγελείς
     κλητική διαγγελέα διαγγελείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαγγελέας < διαγγέλλω + -έας

Ουσιαστικό

διαγγελέας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.