δεκαοκτάχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεκαοκτάχρονος | η | δεκαοκτάχρονη | το | δεκαοκτάχρονο |
| γενική | του | δεκαοκτάχρονου | της | δεκαοκτάχρονης | του | δεκαοκτάχρονου |
| αιτιατική | τον | δεκαοκτάχρονο | τη | δεκαοκτάχρονη | το | δεκαοκτάχρονο |
| κλητική | δεκαοκτάχρονε | δεκαοκτάχρονη | δεκαοκτάχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεκαοκτάχρονοι | οι | δεκαοκτάχρονες | τα | δεκαοκτάχρονα |
| γενική | των | δεκαοκτάχρονων | των | δεκαοκτάχρονων | των | δεκαοκτάχρονων |
| αιτιατική | τους | δεκαοκτάχρονους | τις | δεκαοκτάχρονες | τα | δεκαοκτάχρονα |
| κλητική | δεκαοκτάχρονοι | δεκαοκτάχρονες | δεκαοκτάχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Συνώνυμα
Συγγενικά
δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος δεκαεξάχρονος δεκαεπτάχρονος δεκαοκτάχρονος δεκαεννιάχρονος εικοσάχρονος
Μεταφράσεις
δεκαοκτάχρονος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.