δειλινό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δειλινό τα δειλινά
      γενική του δειλινού των δειλινών
    αιτιατική το δειλινό τα δειλινά
     κλητική δειλινό δειλινά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δειλινό < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δειλινόν, ουδέτερο του δειλινός[1] < αρχαία ελληνική δείλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dyḗws < *dyew- (ουρανός, λάμπω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.liˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δειλινό

Ουσιαστικό

δειλινό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δειλινό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.