coucher
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.ʃe/
- ⓘ
Ρήμα
coucher (fr)
- (μεταβατικό) ξαπλώνω, στρώνω
- coucher ses idées sur le papier - στρώνω (= καταγράφω) τις ιδέες μου στο χαρτί
- (αμετάβατο) (οικείο) κοιμάμαι
- il a couché dehors - ξενοκοιμήθηκε
- (αμετάβατο) (αργκό) συνουσιάζομαι
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| coucher | couchers |
coucher (fr) αρσενικό
- το ξάπλωμα για ύπνο
- η διανυκτέρευση
- η δύση ενός άστρου
- coucher de soleil, coucher du soleil - η δύση του Ήλιου, το ηλιοβασίλεμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.