δακρύσχημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δακρύσχημος | η | δακρύσχημη | το | δακρύσχημο |
| γενική | του | δακρύσχημου | της | δακρύσχημης | του | δακρύσχημου |
| αιτιατική | τον | δακρύσχημο | τη | δακρύσχημη | το | δακρύσχημο |
| κλητική | δακρύσχημε | δακρύσχημη | δακρύσχημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δακρύσχημοι | οι | δακρύσχημες | τα | δακρύσχημα |
| γενική | των | δακρύσχημων | των | δακρύσχημων | των | δακρύσχημων |
| αιτιατική | τους | δακρύσχημους | τις | δακρύσχημες | τα | δακρύσχημα |
| κλητική | δακρύσχημοι | δακρύσχημες | δακρύσχημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðaˈkɾi.sçi.mos/
Επίθετο
δακρύσχημος αρσενικό (δακρύσχημη θηλυκό, δακρύσχημο ουδέτερο)
Συνώνυμα
- αχλαδόσχημος (για έγχορδα όργανα, για πολύτιμες πέτρες)
Συγγενικά
- αβγόσχημος
- αχλαδόσχημος
- καρδιόσχημος
- σταυρόσχημος
- και → δείτε τη λέξη σχήμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.