αβγόσχημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβγόσχημος | η | αβγόσχημη | το | αβγόσχημο |
| γενική | του | αβγόσχημου | της | αβγόσχημης | του | αβγόσχημου |
| αιτιατική | τον | αβγόσχημο | την | αβγόσχημη | το | αβγόσχημο |
| κλητική | αβγόσχημε | αβγόσχημη | αβγόσχημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβγόσχημοι | οι | αβγόσχημες | τα | αβγόσχημα |
| γενική | των | αβγόσχημων | των | αβγόσχημων | των | αβγόσχημων |
| αιτιατική | τους | αβγόσχημους | τις | αβγόσχημες | τα | αβγόσχημα |
| κλητική | αβγόσχημοι | αβγόσχημες | αβγόσχημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvɣo.sçi.mos/
Σημειώσεις
- Για τη γραφή με δίφθογγο αυ → δείτε την ετυμολογία στο λήμμα αβγό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αχλαδόσχημος
- δακρύσχημος
- καρδιόσχημος
- σταυρόσχημος
- και → δείτε τη λέξη σχήμα
Μεταφράσεις
→ δείτε τη λέξη ωοειδής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.