δακρύσχημη
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðaˈkɾi.sçi.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐κρύ‐σχη‐μη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δακρύσχημη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του δακρύσχημος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.