αχλαδόσχημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχλαδόσχημος | η | αχλαδόσχημη | το | αχλαδόσχημο |
| γενική | του | αχλαδόσχημου | της | αχλαδόσχημης | του | αχλαδόσχημου |
| αιτιατική | τον | αχλαδόσχημο | την | αχλαδόσχημη | το | αχλαδόσχημο |
| κλητική | αχλαδόσχημε | αχλαδόσχημη | αχλαδόσχημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχλαδόσχημοι | οι | αχλαδόσχημες | τα | αχλαδόσχημα |
| γενική | των | αχλαδόσχημων | των | αχλαδόσχημων | των | αχλαδόσχημων |
| αιτιατική | τους | αχλαδόσχημους | τις | αχλαδόσχημες | τα | αχλαδόσχημα |
| κλητική | αχλαδόσχημοι | αχλαδόσχημες | αχλαδόσχημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.xlaˈðo.sçi.mos/
Επίθετο
αχλαδόσχημος -η -ο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αβγόσχημος
- δακρύσχημος
- καρδιόσχημος
- σταυρόσχημος
- και → δείτε τη λέξη σχήμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.