σταυρόσχημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σταυρόσχημος | η | σταυρόσχημη | το | σταυρόσχημο |
| γενική | του | σταυρόσχημου | της | σταυρόσχημης | του | σταυρόσχημου |
| αιτιατική | τον | σταυρόσχημο | τη | σταυρόσχημη | το | σταυρόσχημο |
| κλητική | σταυρόσχημε | σταυρόσχημη | σταυρόσχημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σταυρόσχημοι | οι | σταυρόσχημες | τα | σταυρόσχημα |
| γενική | των | σταυρόσχημων | των | σταυρόσχημων | των | σταυρόσχημων |
| αιτιατική | τους | σταυρόσχημους | τις | σταυρόσχημες | τα | σταυρόσχημα |
| κλητική | σταυρόσχημοι | σταυρόσχημες | σταυρόσχημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σταυρόσχημος < σταυρό- + -ό- + -σχημος
Προφορά
- ΔΦΑ : /staˈvɾo.sçi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σταυ‐ρό‐σχη‐μος
Συγγενικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.