δακρυογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δακρυογόνος | η | δακρυογόνα | το | δακρυογόνο |
| γενική | του | δακρυογόνου | της | δακρυογόνας | του | δακρυογόνου |
| αιτιατική | τον | δακρυογόνο | τη | δακρυογόνα | το | δακρυογόνο |
| κλητική | δακρυογόνε | δακρυογόνα | δακρυογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δακρυογόνοι | οι | δακρυογόνες | τα | δακρυογόνα |
| γενική | των | δακρυογόνων | των | δακρυογόνων | των | δακρυογόνων |
| αιτιατική | τους | δακρυογόνους | τις | δακρυογόνες | τα | δακρυογόνα |
| κλητική | δακρυογόνοι | δακρυογόνες | δακρυογόνα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δακρυογόνος < αρχαία ελληνική δακρυογόνος < δάκρυον + -γόνος (< γίγνομαι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ða.kɾi.oˈγo.nos/
Μεταφράσεις
δακρυογόνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.