δίχρωμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δίχρωμος | η | δίχρωμη | το | δίχρωμο |
| γενική | του | δίχρωμου | της | δίχρωμης | του | δίχρωμου |
| αιτιατική | τον | δίχρωμο | τη | δίχρωμη | το | δίχρωμο |
| κλητική | δίχρωμε | δίχρωμη | δίχρωμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δίχρωμοι | οι | δίχρωμες | τα | δίχρωμα |
| γενική | των | δίχρωμων | των | δίχρωμων | των | δίχρωμων |
| αιτιατική | τους | δίχρωμους | τις | δίχρωμες | τα | δίχρωμα |
| κλητική | δίχρωμοι | δίχρωμες | δίχρωμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δίχρωμος < ελληνιστική κοινή δίχρωμος < αρχαία ελληνική (δίς) δί- + -χρωμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.xɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐χρω‐μος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δίχρωμος | τὸ | δίχρωμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | διχρώμου | τοῦ | διχρώμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | διχρώμῳ | τῷ | διχρώμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δίχρωμον | τὸ | δίχρωμον | ||
| κλητική ὦ! | δίχρωμε | δίχρωμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δίχρωμοι | τὰ | δίχρωμᾰ | ||
| γενική | τῶν | διχρώμων | τῶν | διχρώμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | διχρώμοις | τοῖς | διχρώμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | διχρώμους | τὰ | δίχρωμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δίχρωμοι | δίχρωμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διχρώμω | τὼ | διχρώμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διχρώμοιν | τοῖν | διχρώμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δίχρωμος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (δίς) δί-+ -χρωμος
Πηγές
- δίχρωμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίχρωμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.