διχρωματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διχρωματικός | η | διχρωματική | το | διχρωματικό |
| γενική | του | διχρωματικού | της | διχρωματικής | του | διχρωματικού |
| αιτιατική | τον | διχρωματικό | τη | διχρωματική | το | διχρωματικό |
| κλητική | διχρωματικέ | διχρωματική | διχρωματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διχρωματικοί | οι | διχρωματικές | τα | διχρωματικά |
| γενική | των | διχρωματικών | των | διχρωματικών | των | διχρωματικών |
| αιτιατική | τους | διχρωματικούς | τις | διχρωματικές | τα | διχρωματικά |
| κλητική | διχρωματικοί | διχρωματικές | διχρωματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
διχρωματικός
- (ιατρική) που βλέπει ή διακρίνει λίγες χρωματικές αποχρώσεις, γιατί έχει δύο τύπους κωνίων
Μεταφράσεις
διχρωματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.