διχρωματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διχρωματικός η διχρωματική το διχρωματικό
      γενική του διχρωματικού της διχρωματικής του διχρωματικού
    αιτιατική τον διχρωματικό τη διχρωματική το διχρωματικό
     κλητική διχρωματικέ διχρωματική διχρωματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διχρωματικοί οι διχρωματικές τα διχρωματικά
      γενική των διχρωματικών των διχρωματικών των διχρωματικών
    αιτιατική τους διχρωματικούς τις διχρωματικές τα διχρωματικά
     κλητική διχρωματικοί διχρωματικές διχρωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διχρωματικός < δι- + χρώμα + -ικός

Επίθετο

διχρωματικός

  • τριχρωματικός
  • τετραχρωματικός
  •  δείτε τις λέξεις δι-, δύο και χρώμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.