δίσεκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δίσεκτος | η | δίσεκτη | το | δίσεκτο |
| γενική | του | δίσεκτου | της | δίσεκτης | του | δίσεκτου |
| αιτιατική | τον | δίσεκτο | τη | δίσεκτη | το | δίσεκτο |
| κλητική | δίσεκτε | δίσεκτη | δίσεκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δίσεκτοι | οι | δίσεκτες | τα | δίσεκτα |
| γενική | των | δίσεκτων | των | δίσεκτων | των | δίσεκτων |
| αιτιατική | τους | δίσεκτους | τις | δίσεκτες | τα | δίσεκτα |
| κλητική | δίσεκτοι | δίσεκτες | δίσεκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δίσεκτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δίσεκτος < (δίς) δίσ- + ἕκτος < (μεταφραστικό δάνειο) υστερολατινική bisextus < bis + sextus[1], επειδή επαναλαμβανόταν δύο φορές η έκτη ημέρα πριν τις καλένδες του Μαρτίου. Η μεταφορική έννοια πιθανά προέρχεται από το γεγονός ότι ο Φεβρουάριος ήταν ο μήνας των καθαρμών
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.se.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐σε‐κτος
Επίθετο
δίσεκτος, -η, -ο
- (για έτος) που έχει μία επιπλέον εμβόλιμη ημέρα και αποτελείται από 366 ημέρες συνολικά
- (μεταφορικά) γρουσούζικος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- δίσεκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.