ἐνδίδωμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐνδίδωμι   ἐνδίδομαι 
Παρατατικός  ἐνεδίδουν   ἐνεδιδόμην 
Μέλλοντας  ἐνδώσω   ἐνδώσομαι & ἐνδοθήσομαι 
Αόριστος  ἐνέδωκα   ἐνεδόμην & ἐνεδόθην 
Παρακείμενος  ἐνδέδωκα   ἐνδέδομαι 
Υπερσυντέλικος  ἐνεδεδώκειν   ἐνεδεδόμην 
Συντελ.Μέλλ.  ἐνδεδωκώς ἔσομαι   ἐνδεδομένος ἔσομαι 

Ετυμολογία

ἐνδίδωμι < ἐν- + δίδωμι

Ρήμα

ἐνδίδωμι

  1. παραδίδω στα χέρια
  2. απορρίπτω
  3. παρέχω
  4. επιτρέπω
  5. παραχωρώ
  6. χαρίζω
  7. προξενώ
  8. δείχνω
  9. (αμετάβατο) υποχωρώ
  10. (αμετάβατο) αποθαρρύνομαι
  11. (αμετάβατο) παύω
  12. χύνομαι

Κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.