δόσις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δόσις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δόσις

Ουσιαστικό

δόσις θηλυκό

  1. ελεημοσύνη, δόσιμο
  2. συνώνυμο του δόσιμον
    1. δωρεά, δώρο
    2. φόρος
    3. χτύπημα

Κλιτικοί τύποι

  • δόσεως (γενική ενικού)
  • δόσιν (αιτιατική ενικού)

Συγγενικά

  • δόσιμον, δόσιμο & συγγενικά
  • δόσμαν, δόσμα
  • δοσμός
  • δώσια, δόσια (πληθυντικός)

 και δείτε τη λέξη δίδω

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δόσῐς αἱ δόσεις
      γενική τῆς δόσεως τῶν δόσεων
      δοτική τῇ δόσει ταῖς δόσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δόσῐν τὰς δόσεις
     κλητική ! δόσῐ δόσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δόσει
γεν-δοτ τοῖν  δοσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δόσις < *δό-τις[1] < δίδωμι, θέμα δο- + -σις

Ουσιαστικό

δόσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις δίδωμα και δόμος

Σύνθετα

  • -δοσις - Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -δοσις στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις δόσις @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.