προσδίδωμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προσδίδωμι < προσ- + δίδωμι

Ρήμα

προσδίδωμι

  1. δίνω επιπλέον, παρέχω επιπρόσθετα
  2. δίνω μερίδιο
  3. (θρησκεία) μοιράζω κομμάτια του θυσιασθέντος ζώου
  4. προσφέρω (από φιλανθρωπία), ελεώ
  5. εκχωρώ, επιτρέπω
  6. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω

Κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.