παραδίδωμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παραδίδωμι < παρα- + δίδωμι

Ρήμα

παραδίδωμι

  1. παραδίδω κάτι σε κάποιον
  2. παραδίδω πόλη ή πρόσωπο στη δικαιοδοσία άλλου
  3. παραδίδω κάποιον στη δικαιοσύνη
  4. παραδίδω κάτι στις επόμενες γενιές, μεταβιβάζω σε αυτές κάτι που αποτελεί παράδοση
  5. παραδίδω, διδάσκω
  6. επιτρέπω
  7. εμπιστεύομαι
  8. παραχωρώ
  9. προσφέρω
  10. επιτρέπω

Κλίση

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.