δεσμά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο | δεσμός | οι | δεσμοί | τα | δεσμά |
| γενική | του | δεσμού | των | δεσμών | των | δεσμών |
| αιτιατική | τον | δεσμό | τους | δεσμούς | τα | δεσμά |
| κλητική | δεσμέ | δεσμοί | δεσμά | |||
| Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- δεσμά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του δεσμός (αρσενικού)
Ουσιαστικό
δεσμά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να δέσουμε κάποιον (π.χ. σχοινί, αλυσίδες)
- ↪ άγνωστο πώς κατάφερε ο δραπέτης να απαλλαγεί από τα δεσμά του
- ο εγκλεισμός σε φυλακή, η κάθειρξη
- ↪ ισόβια δεσμά
- (μεταφορικά) οτιδήποτε περιορίζει την ελευθερία μας ή οτιδήποτε ενώνει τους ανθρώπους, οι δεσμοί
- ↪ τα δεσμά του γάμου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.