δέση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δέση | οι | δέσεις |
| γενική | της | δέσης* | των | δέσεων |
| αιτιατική | τη | δέση | τις | δέσεις |
| κλητική | δέση | δέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, δέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δέση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δέσις < δέω
Ουσιαστικό
δέση θηλυκό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
δέση
|
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.