δέσις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δέσις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δέσις

Ουσιαστικό

δέσις & δέση θηλυκό

  1. η δέσμευση, ο δεσμός
  2. (ειδικά για την Αγία Τριάδα) σύνδεσμος

Συνώνυμα

  • δεσίδι
  • δέσιμον

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη δένω

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δέσῐς αἱ δέσεις
      γενική τῆς δέσεως τῶν δέσεων
      δοτική τῇ δέσει ταῖς δέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δέσῐν τὰς δέσεις
     κλητική ! δέσῐ δέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δέσει
γεν-δοτ τοῖν  δεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δέσις < δέω στη σημασία «δένω», θέμα δε- + -σις

Ουσιαστικό

δέσις, -εως θηλυκό

  1. το δέσιμο, η δέση
  2. (θέατρο) η δέση της πλοκής του δραματικού έργου
     αντώνυμα: λύσις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.