δέσις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- δέσις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δέσις
Συνώνυμα
- δεσίδι
- δέσιμον
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δένω
Πηγές
- δέσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δέσις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δέσῐς | αἱ | δέσεις |
| γενική | τῆς | δέσεως | τῶν | δέσεων |
| δοτική | τῇ | δέσει | ταῖς | δέσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | δέσῐν | τὰς | δέσεις |
| κλητική ὦ! | δέσῐ | δέσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δέσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δεσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δέσις, -εως θηλυκό
Πηγές
- δέσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.