τριγυρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
Μετοχή
τριγυρισμένος, -η, -ο
- γυρισμένος
- μαυροτριγυρισμένος
- περιτριγυρισμένος
Κλίση
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τριγυρισμένος | η | τριγυρισμένη | το | τριγυρισμένο |
| γενική | του | τριγυρισμένου | της | τριγυρισμένης | του | τριγυρισμένου |
| αιτιατική | τον | τριγυρισμένο | την | τριγυρισμένη | το | τριγυρισμένο |
| κλητική | τριγυρισμένε | τριγυρισμένη | τριγυρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τριγυρισμένοι | οι | τριγυρισμένες | τα | τριγυρισμένα |
| γενική | των | τριγυρισμένων | των | τριγυρισμένων | των | τριγυρισμένων |
| αιτιατική | τους | τριγυρισμένους | τις | τριγυρισμένες | τα | τριγυρισμένα |
| κλητική | τριγυρισμένοι | τριγυρισμένες | τριγυρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.