ξεγυρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεγυρισμένος | η | ξεγυρισμένη | το | ξεγυρισμένο |
| γενική | του | ξεγυρισμένου | της | ξεγυρισμένης | του | ξεγυρισμένου |
| αιτιατική | τον | ξεγυρισμένο | την | ξεγυρισμένη | το | ξεγυρισμένο |
| κλητική | ξεγυρισμένε | ξεγυρισμένη | ξεγυρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεγυρισμένοι | οι | ξεγυρισμένες | τα | ξεγυρισμένα |
| γενική | των | ξεγυρισμένων | των | ξεγυρισμένων | των | ξεγυρισμένων |
| αιτιατική | τους | ξεγυρισμένους | τις | ξεγυρισμένες | τα | ξεγυρισμένα |
| κλητική | ξεγυρισμένοι | ξεγυρισμένες | ξεγυρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεγυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεγυρίζω
Μεταφράσεις
ξεγυρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.