γρόνθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γρόνθος | οι | γρόνθοι |
| γενική | του | γρόνθου | των | γρόνθων |
| αιτιατική | τον | γρόνθο | τους | γρόνθους |
| κλητική | γρόνθε | γρόνθοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρόνθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γρόνθος. Συγκρίνετε με το γρόθος, γροθιά.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣɾon.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρόν‐θος
Ουσιαστικό
γρόνθος αρσενικό
- (λόγιο) η γροθιά
- ※ Όλοι έσφιξαν στο γρόνθο τους τους αγέρες / Για να τους αφήσουν ελεύθερους ύστερα / Όταν θα έχει ησυχάσει η ταραχή (Γεώργιος Σαραντάρης, Να μη μου πεις..., 1940)
Συγγενικά
- αλληλογρονθοκοπούμενοι
- αλληλογρονθοκοπούνται
- γρονθοκόπημα & γροθοκόπημα
- γρονθοκοπώ & γροθοκοπώ
Μεταφράσεις
γρόνθος
|
→ δείτε τη λέξη γροθιά |
Πηγές
- «γροθιά (& γρό(ν)θος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γρόνθος | οἱ | γρόνθοι | ||||
| γενική | τοῦ | γρόνθου | τῶν | γρόνθων | ||||
| δοτική | τῷ | γρόνθῳ | τοῖς | γρόνθοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | γρόνθον | τοὺς | γρόνθους | ||||
| κλητική ὦ! | γρόνθε | γρόνθοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γρόνθω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | γρόνθοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- γρόνθος (ελληνιστική κοινή) < αβέβαιης ετυμολογίας. Εάν η κατάληξη (*γρόμ-θος) είναι -θος (όπως στῆθος, βρόχθος, κύσθος) τότε είναι πιθανή η σύνδεση με την παλαιά σκανδιναβική krumma (χέρι), παλαιά άνω γερμανική krimman (σφίγγω), ίσως και τη λατινική gremium (αγκαλιά). [1][2]
Παράγωγα
- γρονθάριον (υποκοριστικό)
- γρονθοκοπέω, γρονθοκοπῶ
Αναφορές
- «γροθιά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- «γρόνθος» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- γρόνθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.