στῆθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | στῆθος | τὰ | στήθη - στήθεᾰ |
| γενική | τοῦ | στήθους - στήθεος | τῶν | στηθῶν - στηθέων |
| δοτική | τῷ | στήθει - στήθεῐ̈ | τοῖς | στήθεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | στῆθος | τὰ | στήθη - στήθεα |
| κλητική ὦ! | στῆθος | στήθη - στήθεα | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στήθει - στήθεε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στηθοῖν - στηθέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στῆθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στῆθος, - εος/-ους ουδέτερο
- (ανατομία) στήθος, εμπρόσθιο μέρος του θώρακα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 221 (221-222)
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ὄπα τε μεγάλην ἐκ στήθεος εἵη | καὶ ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν,
- Αλλ᾽ άμ᾽ από τα στήθη του βγήκε η φωνή η μεγάλη | και ωσάν πυκνές χιονόψιχες οι λόγοι του πετιόνταν,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ὄπα τε μεγάλην ἐκ στήθεος εἵη | καὶ ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 503 (502-505)
- Ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψεν | ὀφθαλμοὺς ῥῖνάς θ᾽· ὁ δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βαίνων | ἐκ χροὸς ἕλκε δόρυ, προτὶ δὲ φρένες αὐτῷ ἕποντο· | τοῖο δ᾽ ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ᾽ αἰχμήν.
- Τα μάτια εκεί του κλείει | και τα ρουθούνια ο θάνατος· πατώντας τον στο στήθος | μαζί μ᾽ όλους τους πνεύμονας την λόγχην ανασπάει, | την άκρην έπειτα τραβά και αντάμα η ψυχή του.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψεν | ὀφθαλμοὺς ῥῖνάς θ᾽· ὁ δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βαίνων | ἐκ χροὸς ἕλκε δόρυ, προτὶ δὲ φρένες αὐτῷ ἕποντο· | τοῖο δ᾽ ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ᾽ αἰχμήν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 51
- στήθεα πεπλήγοντο, Θέτις δ᾽ ἐξῆρχε γόοιο·
- στηθοκοπιούνταν κι έκανεν αρχήν του θρήνου η Θέτις:
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- στήθεα πεπλήγοντο, Θέτις δ᾽ ἐξῆρχε γόοιο·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 221 (221-222)
- (ανατομία) στέρνο
- (μεταφορικά) (ως η έδρα συναισθημάτων) στήθος, καρδιά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 452 (451-452)
- ἐν δ᾽ ἐμοὶ αὐτῇ | στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα,
- η καρδιά | στο στήθος μου σπαράζει κατά το στόμα·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἐν δ᾽ ἐμοὶ αὐτῇ | στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 645 (644-645)
- κέκλυτέ μευ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἀγλαὰ τέκνα, | ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
- Ακούστε με τέκνα λαμπρά της Γης και τ᾽ Ουρανού, | για να σας πω αυτά που μες στα στήθη μου η καρδιά προστάζει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- κέκλυτέ μευ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἀγλαὰ τέκνα, | ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 452 (451-452)
- (ανατομία) σαρκώδες τμήμα της παλάμης του χεριού
- (ιατρική) οίδημα, πρήξιμο
- λόφος ή ύψωμα σε σχήμα στήθους
- δωρικός τύπος : στᾶθος
Συγγενικά
- δασύστηθος
- στηθαῖον
- στηθάριον
- στήθειος
- στηθήνιον
- στηθιαῖος
- στηθίας
- στηθίδιον
- στηθικός
- στηθίν
- στηθίνιον
- στηθίον
- στηθοδέσμη
- στηθοδέσμιον
- στηθοδεσμίς
- στηθόδεσμον
- στηθόδεσμος
- στηθοειδής
- στηθομελής
- στηθύνιον
Εκφράσεις
Πηγές
- στῆθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στῆθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.