γρίπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γρίπος | οι | γρίποι |
| γενική | του | γρίπου | των | γρίπων |
| αιτιατική | τον | γρίπο | τους | γρίπους |
| κλητική | γρίπε | γρίποι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ψάρεμα με γρίπο.
Ετυμολογία
- γρίπος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γρῖπος (δίχτυ ψαρά) [1]
- για τη σημασία «σκάφος με γρίπο» < μεσαιωνική σημασία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣɾi.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρί‐πος
Ουσιαστικό
γρίπος αρσενικό
Συνώνυμα
- βιντζότρατα
Μεταφράσεις
γρίπος
|
|
Αναφορές
- γρίπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Πανταζής Κοντομίχης, Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Αθήνα: Γρηγόρης, 2005).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.