γρύπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρύπος οι γρύποι
      γενική του γρύπου των γρύπων
    αιτιατική τον γρύπο τους γρύπους
     κλητική γρύπε γρύποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρύπος <  δείτε τη λέξη γρίπος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣɾi.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρύπος

Ουσιαστικό

γρύπος αρσενικό

  • (ναυτικός όρος) άλλη γραφή του γρίπος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.