ενώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ενώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενώνω
  2. θα ενώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ενώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ένωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.