γλύκανσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γλύκανσῐς αἱ γλυκάνσεις
      γενική τῆς γλυκάνσεως τῶν γλυκάνσεων
      δοτική τῇ γλυκάνσει ταῖς γλυκάνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γλύκανσῐν τὰς γλυκάνσεις
     κλητική ! γλύκανσῐ γλυκάνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γλυκάνσει
γεν-δοτ τοῖν  γλυκανσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλύκανσις < αρχαία ελληνική γλυκαίνω + -σις < γλυκύς

Ουσιαστικό

γλύκανσις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.