γλωσσογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλωσσογραφία οι γλωσσογραφίες
      γενική της γλωσσογραφίας των γλωσσογραφιών
    αιτιατική τη γλωσσογραφία τις γλωσσογραφίες
     κλητική γλωσσογραφία γλωσσογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλωσσογραφία < γλωσσο- + -γραφία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

γλωσσογραφία θηλυκό

  1. (ως τεχνική γραπτού λόγου) ο συγκεκριμένος τρόπος, (τεχνική), ερμηνείας και σχολιασμού απαρχαιωμένων γλωσσών ως και η γεωγραφική εξάπλωση αυτού του τρόπου από τους γλωσσογράφους
    Η γλωσσογραφία αναπτύχθηκε περισσότερο ως μέθοδος σχολίων, ερμηνείας και ιδιαίτερα επί αμφισβητήσεων του κειμένου που γίνεται είτε στην αυτή γραμμή (του κειμένου), είτε στο περιθώριο αυτού. Η γλωσσογραφία ως τεχνική συνεχίζει να υφίσταται και σήμερα με ευρύτατη εφαρμογή που απαντάται ειδικότερα στη νομοτεχνική, κυρίως στα σχέδια νόμων και διαταγμάτων μέχρι να λάβουν τη τελική μορφή τους, σε πάσης φύσεως συμβολαιογραφικές πράξεις, σε δικονομικά έγγραφα, πιστοποιητικά κ.λπ. μέχρι και σε σχολικά βοηθήματα ανάλυσης ή ερμηνείας κειμένων.
  2. (ως ανατομική περιγραφή) η επιστημονική περιγραφή της γλώσσας ως οργάνου του ανθρωπίνου σώματος, στην ανατομία

Μεταφράσεις

Πηγές

  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τ.5ος, σ.562.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.