νομοδιδάσκαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | νομοδιδάσκαλος | οι | νομοδιδάσκαλοι |
| γενική | του/της του |
νομοδιδασκάλου νομοδιδάσκαλου |
των | νομοδιδασκάλων |
| αιτιατική | τον/τη | νομοδιδάσκαλο | τους/τις τους |
νομοδιδασκάλους νομοδιδάσκαλους |
| κλητική | νομοδιδάσκαλε | νομοδιδάσκαλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νομοδιδάσκαλος < ελληνιστική κοινή νομοδιδάσκαλος < αρχαία ελληνική νόμος + διδάσκαλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.