ποπός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποπός οι ποποί
      γενική του ποπού των ποπών
    αιτιατική τον ποπό τους ποπούς
     κλητική ποπέ ποποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποπός < (στην παιδική γλώσσα) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποπός

Ουσιαστικό

ποπός αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.