γκαβός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκαβός η γκαβή το γκαβό
      γενική του γκαβού της γκαβής του γκαβού
    αιτιατική τον γκαβό την γκαβή το γκαβό
     κλητική γκαβέ γκαβή γκαβό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκαβοί οι γκαβές τα γκαβά
      γενική των γκαβών των γκαβών των γκαβών
    αιτιατική τους γκαβούς τις γκαβές τα γκαβά
     κλητική γκαβοί γκαβές γκαβά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γκαβός < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική gavu < λατινική cavus (κούφιος, κοίλος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱówHwos (κοιλότητα) < *ḱówH- + *-wós

Επίθετο

γκαβός, -ή, -ό

  1. αλλήθωρος, στραβός
  2. τυφλός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.