γκαβά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γκαβά
      γενική των γκαβών
    αιτιατική τα γκαβά
     κλητική γκαβά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαβά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γκαβός στον πληθυντικό

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡaˈva/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκαβά

Ουσιαστικό

γκαβά ουδέτερο στον πληθυντικό

  • (υβριστικό) τα μάτια (σε ένδειξη δυσφορίας, αν κάποιος δε βλέπει κάτι)
    Άνοιξ' τα γκαβά σου να δεις τι γράφει!
     συνώνυμα: στραβά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γκαβά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.