γκαβωμάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαβωμάρα οι γκαβωμάρες
      γενική της γκαβωμάρας
    αιτιατική την γκαβωμάρα τις γκαβωμάρες
     κλητική γκαβωμάρα γκαβωμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαβωμάρα < γκαβός + -ωμάρα

Ουσιαστικό

γκαβωμάρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.