γκάβακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γκάβακας | οι | γκάβακες |
| γενική | του | γκάβακα | — | |
| αιτιατική | τον | γκάβακα | τους | γκάβακες |
| κλητική | γκάβακα | γκάβακες | ||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γκάβακας < γκαβ(ός) + -ακας
Ουσιαστικό
γκάβακας αρσενικό
- (μειωτικό) μεγεθυντικό του γκαβός, στραβούλιακας
- (στρατιωτική αργκό) προσφώνηση προς νεοσύλλεκτο ή γενικότερα μειωτική προσφώνηση (ψαρωμένου / φοβισμένου) φαντάρου
Μεταφράσεις
γκάβακας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.