γιαταγάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γιαταγάνα | οι | γιαταγάνες |
| γενική | της | γιαταγάνας | των | γιαταγάνων |
| αιτιατική | τη | γιαταγάνα | τις | γιαταγάνες |
| κλητική | γιαταγάνα | γιαταγάνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιαταγάνα < γιαταγάνι + μεγεθυντικό επίθημα -α
Μεταφράσεις
γιαταγάνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.